ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ

  • Τσιμισκή 139 Θεσσαλονίκη 
  • 2310 244 767
  • ----

old

Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ

Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΑΜΑΡΑ* 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Μακεδονία (Θεσσαλονίκη) 22/9/1999

Καταφύγιο στη ρουτίνα βρίσκουν οι ηλικιωμένοι για να «πολεμήσουν» τη φυσιολογική φθορά, όπως επισημαίνει ο κλινικός ψυχολόγος Απόστολος Σαμαράς –


 Σπάνια οι ηλικιωμένοι προσγεύγουν στην ψυχολογική υποστήριξη.

Κάθε άτομο είναι υποχρεωμένο ν’ αντιμετωπίσει μια εμπειρία, την εμεπιρία του ζην, και ένα πρόβλημα, το πρόβλημα του υπάρχειν. Εδώ υπεισέρχεται η υπαρξιακή διάσταση αυτής της ανθρώπινης κατάστασης. Τα γηρατειά αλλάζουν τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο και επομένως τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και επομένως τη σχέση του με τον κόσμο και την ιστορία του και γενικότερα τη σχέση του με την πραγματικότητα.

Η σχέση αυτή με την πραγματικότητα είναι ούτως ή άλλως διπλά προβλημαατική, επειδή κάθε άτομο έχει αυταπάτες τόσο για τον εσωτερικό όσο και για τον εξωτερικό του κόσμο. Η εξερεύνηση λοιπόν ενός προσανατομισμού συνιστάται μέσω της σχέσης του με τους άλλους. Τούτο σημαίνει ότι το άτομο προσσπαθεί να σχηματίσει μια εικόνα για το τι είναι από τον τρόπο με τον οποίο τον βλέπουν οι άλλοι. Είναι μια εικόνα ασαφής, παρ’ όλα αυτά βεβαιώνει το άτομο για την ταυτητα του.

Αυτό συμβαίνει με τα παιδιά που αισθάνονται ότι τα αγαπάμε από τη δική μας συμπεριρορά απέναντι τους. Είναι μια αντανάκλαση του εαυτού τους στην οποία αρέσκονται και προσαρμόζονται. Στην εφηβεια η εικόνα αυτή διασπάται και το άτομο δεν ξέρει αμέσως με τι να αντικαταστήσει. Παρόμοιος δισταγμός και αβεβαιότητα εμφανίζονται όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στο κατώφλι των γηρατειών. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά: ο έφηβος καταλαβαίνει πως περνάει μια μεταβολική περίοδο, το σώμα του τον βασανίζει. Το ηλικιβωμένο άτομο ΄΄όμως νιώθει τα γεράματα διαμέσου των άλλων, χωρίς να έχει ζήαει το ίδιο σημαντικές αλλαγές. Βαθιά μέσα του δεν δέχεται την ετικέτα που του έχουν κολλήσειο και δεν ξέρει ποιος είναι, ενώ πολλές φορές μπορούμε να μιλήσουμε γιακρίση ταυτότητας.. Ακόμη, το υποσυνείδητο του, αλλά αρκετά συχνά και το συνειδητό του, δεν γνωρίζει τα γηρατειά και εμμένει στην ψευδαίσθηση της αιώνιας νιότης.

Όταν αυτή η εικ.ονα καταστραφεί, προκαλεί συχνά τραυματισμό του ναρκισσισμού και οδηγεί πολλές φορές σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.

Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάθε περίπτωδη η εικόνα που δημιουργεί το άτομο για τον εαυτό του φιλτράρεται από το προσωπικό του παρεθόν, την ιστορία του και την συνειδητή μνήμη του.

Ο ηλικιωμένος προσπαθεί να προστατευτεί και οι διάφορες συμπεριοφ΄ρες που υιοθετεί θα πρέπει σαν πλειοψηφία τους να εξηγηθούν σαν μορφές άμυνας. Θα αναφέρω μερικές από αυτές: η ευάλωτη και μειονεκτική  θέση  του ηλικιωμένου, τόσο απέναντι στη σχέση με το ίδιο του το σώμα όσο και στη σχέση του με τους άλλους, του τροφοδοτούν την ανασφάλεια του, η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει εξάρτηση. Στην προσπάθεια του ν’ αμυνθεί, θα συγκεντρώσει στοιχεία εξουσίας, όπως χρήμα, τίτλους ιδιοκτησίας, αξιώματα, ρόλους, τα οποία κρατεί και διαφυλάσσει για τον ίδιο.

Διαφαίνονται εδώ καλύτερα οι σχέσεις συμφέροντος, που πλέον αρχίζουν να συνειδητοποιούνται και από τα άτομα του άμεσου αλλά και του έμμεσου περιβάλλοντος του ηλκιωμένου (τσιγκουνιά).

Καταστάσεις γνωστές στους περισσότερους από εμάς, οι οποίες έρχονται να τροποποιήσουν, και να αλλοιώσουν πολλές φορές, τις σχέσεις με το ηλκιωμένο άτομο.

Άλλο  κοινό χαρακτηριστικό των ηλικιωμένων ατόμων είναι ότι βρίσκουν καταφύγιο στη συνήθεια, στη ρουτίνα όπως θα λέγαμε, δηλαδή σε μια αναπαραγωγή πράξεων της προηγούμενης μέρας, ακολουθώντας ταυτόχρονα μια αυστηρότητα προγράμματος. Έτσι το ηλικιωμένο άτομο αποκτά καθημερινά καθήκοντα και σκοπούς  που για εκείνο αποκτούν τη μορφή υποχρεώσεων. Ο ρόλος αυτής της συνήθειας είναι πολύ σημαντικός, γιατί ο ηλικιωμένος φοβάται την αλλαγή, επειδή νομίζει ότι δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί σ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να μην τη βλέπει σαν διέξοδο και σαν μια καινούρια ευκαιρία, αλλά μόνο σαν διακοπή των σχέσων με το παρελθόν. Επειδή, δεν κάνει τίποτε, αναγνωρίζει τον εαυτό του στο ρυθμό και στο πλαίσο της προηγούμενης ζωής του. Διακόπτοντας τη σχέση του με το παρελθόν, αποσπάται από την  ίδια του την ύπαρξη.

Πολλές φορές όμως δημιουργούνται επίμονες συνήθειες (θα λέγαμε γεροντικές παραξενιές), όπως για παράδειγμα ο ηλικιωμένος ταράζεται και αγανακτεί επειδή η εφημερία του δεν έχει έλθει στη συγκεκριμένη ώρα.

Αν κυριαρχήσουν  όμως τέτοιου είδους συνήθειες, το άτομο φυλακίζει τον εαυτό του και οδηγείται σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.

Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι τα στοιχεία εξουσίας και η συνήθεια δίνουν στον ηλικιωμέ­νο ένα είδος οντολογικής ασφά­λειας. Ξέρει ποιος είναι και αυ­τό τον προστατεύει από το γε­νικό άγχος. Αυτή η ασπίδα κα­τά του άγχους πολλές φορές αποδεικνύεται επιζήμια, γιατί απομονώνει το ηλικιωμένο άτο­μο, ιδιαίτερα δε η συνήθεια γί­νεται επιζήμια γιατί με την ιδέα ότι θα πρέπει να τη σταματήσει, νιώθει το τέλος της ύπαρξής του, τον θάνατο. Πραγματικά, πολ­λοί ηλικιωμένοι εξαπίας τέτοιων καταστάσεων έχουν οδηγηθεί στην απόγνωση.

Μια άλλη άμυνα που υιοθετεί το ηλικιωμένο άτομο είναι η απώ­θηση μέρους ή του συνόλου της πραγματικότητας (όπως στην ψύχωση). Το άτομο απωθεί απο­τελεσματικά και μέσω της συ­νήθειας δεν βλέπει ή δεν ακού­ει ή δεν προσέχει, και έτσι κοι­μάται ήσυχα.

Η απώθηση αποτυγχάνει συ­χνά και έτσι η απωθημένη κα­τάσταση επανέρχεται. Εδώ ανή­κουν διάφορες μορφές ψυχα­ναγκαστικής νεύρωσης, υστε­ρίας και φοβίας.

Θα ήθελα να προσθέσω όπ η ανάπτυξη νευρώσεων και ψυ­χώσεων στην τρίτη ηλικία ευνο­

είται τόσο από την υπαρξιακή και σεξουαλική κατάσταση των ηλικιωμένων όσο και από το γε­γονός ότι τα άτομα αυτά είναι σωματικά ευαίσθητα και κοι­νωνικά περιθωριακά.

Συνεχίζοντας θα ήθελα να πα­ρατηρήσω ότι υπάρχει και ένα άλλο σύνολο συμπτωμάτων, που στην πραγματικότητα αποτελούν μορφές άμυνας κατά μιας ανυ­πόφορης κατάστασης. Όπως λοιπόν προανέφερα, μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του ατό­μου είναι η διατήρηση της αί­σθησης της ταυτότητας. Και μό­νο το γεγονός όπ ο ηλικιωμένος ξέρει πως είναι γέρος, τον με­ταμορφώνει σε κάποιον άλλον, που την ύπαρξή του δε μπορεί να συνειδητοποιήσει. Επιπλέον έχει χάσει το ρόλο του στην κοι­νωνία. Δεν έχει πια με τι να ταυ­τιστεί. Όταν δεν ξεπεραστεί η «κρίση ταυτότητας», γεγονός που συμβαίνει συχνά, ο ηλικιω­μένος παραμένει σε κατάσταση σύγχυσης και ανησυχίας.

Για να ξεπεράσει το ηλικιω­μένο άτομο αυτές τις καταστά­σεις, θα πρέπει να αποδεχθεί την απώλεια του αντικειμένου που έχασε, δηλαδή τη νεότητά του και ό,τι σήμαινε τούτο γι’ αυ­τόν, ακολουθώντας την αναγκαία ψυχική εργασία του πένθους.

Το πένθος είναι μια αισθη­ματική αντίδραση στην απώλεια αντικειμένου, το οποίο απαιτεί από το άτομο να αποσύρει την επένδυση που έχει κάνει στο ήδη χαμένο ανηκείμενο και να απο­χωριστεί από αυτό. Το πένθος έχει σαν σκοπό ν' ανοίξει το δρό­μο για μια καινούργια μελλοντι­κή επένδυση. Κανένα άτομο δεν αποκτά διαφοροποιημένο ψυχι­σμό, αν δεν ζήσει επανειλημμέ­να την εμπειρία του πένθους. Η εμπειρία αυτή είναι συγχρόνως η ένδειξη ότι έχει ξεπεράσει το άγχος. Αν το άγχος διατηρείται

παρά το πένθος, τότε έχουμε την περίπτωση της μελαγχολίας και της κατάθλιψης.

Η μελαγχολία είναι μια κατά­σταση που βιώνεται σαν αίσθη­μα ψυχικού πόνου και διακρινε- ται από επιβράδυνση και ανα­στολή των διοικητικών και ψυ­χοκινητικών λειτουργιών. Αν και ο μελαγχολικός δεν έχει χάσει κανέναν, συμπεριφέρεται σαν να πενθεί κάποιον. Στην πραγ­ματικότητα πενθεί το χαμένο του ΕΓΩ. Αυτές οι καταστάσεις εί­ναι συνηθισμένες στην τρίτη ηλι­κία, επειδή πολλές φορές μια καινούργια μελλοντική επένδυ­ση είναι δύσκολη, αν όχι ακα­τόρθωτη.

Το μέλλον είναι κλειστό, το άτομο δεν έχει καμιά παρόρμη- ση προς τα εκεί, γιατί το βλέπει μονο σε σχέση με τον θάνατο. Διαφαίνεται έντονα εδώ και η ανάγκη εξοικείωσης του ηλι­κιωμένου με το θάνατο, που οφεί­λει να ανπμετωπίσει σαν μια ανα­πόφευκτη πραγματικότητα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη ότι τα γηρατειά είναι ένα βιολο­γικό φαινόμενο. Έτσι το όλο πρό­βλημα περιπλέκεται με τη στε­νή αλληλεξάρτηση όλων αυτών των στοιχείων. Σήμερα ξέρουμε πως δεν έχει νόημα να εξετά­ζουμε χωριστά την οργανική και χωριστά την ψυχολογική πλευ­ρά, γιατί η μία κυβερνά την άλ­λη. Η σχέση αυτή διαφαίνεται πολύ καθαρά στα γεράματα, όπου και απαντιόνται συχνότε­ρα τα ψυχοσωματικά συμπτώ­ματα.

Η επίσημη ωστόσο παροχή ψυχολογικής βοήθειας στους ηλικιωμένους είναι σχεδόν ανύ­παρκτη. Το χάσμα ανάμεσα στην ανάγκη και την κατάλλη­λη φροντίδα καλύπτεται συχνά με αμφίβολα και ελλιπή μέσα, όπως βαριές φαρμακευτικές αγωγές.

Για να αντιμετωπίσουν τα ηλι­κιωμένα άτομα τις έντονες κα­ταστάσεις, τα προβλήματα συ­μπεριφοράς και προσαρμογής, τα θέματα που τους απασχο­λούν, μπορούν να επωφεληθούν από την ψυχολογική υποστήρι­ξη, πράγμα που σπάνια κάνουν, μη γνωρίζοντας σχεδόν τίποτε για την ψυχοθεραπεία. Όσοι από αυτούς έχουν ακολουθήσει ψυ­χοθεραπευτική αγωγή, τη δέ­χονται πρόθυμα, προβάλλοντας λιγότερη αντίσταση από τους νέους.

Πολύ πιο εύκολα παραδέχο­νται ακόμη και δυσάρεστα ή αρ­νητικά γι’ αυτούς γεγονότα. Οι ίδιοι τους διαθέτουν μια ιδιαίτε­ρη λεπτή ευαισθησία, που τους ομορφαίνει.

*Κλινικού Ψυχολόγου, Ψυχοπαθολόγου, Οικογενειακός –συζυγικός ψυχοθεραπευτής,  μέλος  της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για την ψυχική υγεία (CWFMH), της διεθνούς ένωσης οικογενειακής θεραπείας (IFTA) και του διεθνούς συλλόγου ψυχοπαθολογίας και κλινικής ψυχολογίας (IAPC).